τραπεζάκι

τραπεζάκι
το
1. μικρό τραπέζι.
2. μικρό τραπέζι στις πνευματιστικές συνεδριάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραπεζάκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) του νομού Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δίστρατου. * * * το, Ν [τραπέζι] 1. υποκορ. μικρό τραπέζι 2. στρογγυλό, συνήθως, τραπέζι που χρησιμοποιείται σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις 3. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… …   Dictionary of Greek

  • τραπέζιο — Τετράπλευρο με παράλληλες τις δύο απέναντι πλευρές. Οι δύο αυτές πλευρές ονομάζονται βάσεις και η μεταξύ τους απόσταση ύψος του τ. Όταν η μία από τις δύο μη παράλληλες πλευρές είναι κάθετη προς τις βάσεις, το τ. λέγεται ορθογώνιο· αν οι πλάγιες… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζείον — τὸ, Α [τράπεζα] μικρό τραπέζι, τραπεζάκι …   Dictionary of Greek

  • Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”